PAGES

Monday, October 19, 2015

Οι Ταλιμπάν, το ISIS και το γεωστρατηγικό παίγνιο στο Αφγανιστάν, του Ανδρέα Μπανούτσου



Τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι γεωπολιτικοί αναλυτές δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τις πολιτικές εξελίξεις και την κατάσταση ασφαλείας στο Αφγανιστάν και αυτό ως ένα βαθμό ήταν φυσιολογικό λόγω των πολύ σημαντικών γεωπολιτικών εξελίξεων σε άλλα σημεία του πλανήτη (Συρία, Ουκρανία κλπ). 

Ωστόσο περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2015 η κατάσταση στο Αφγανιστάν επανήλθε στην επικαιρότητα εξαιτίας της προσωρινής κατάληψης της πόλης Κουντούζ στο Βόρειο μέρος της χώρας από τους Ταλιμπάν. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 έκλεισε επίσης ένα χρόνο πολιτικής ζωής η νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Αφγανιστάν υπό τον Πρόεδρο Μοχάμεντ Ασράφ Γκάνι, ο οποίος διαδέχθηκε τον Χαμίντ Καρζάι. Η έστω και προσωρινή κατάληψη της πόλης Κουντούζ ήταν η πρώτη κατάληψη επαρχιακής πρωτεύουσας από τους Ταλιμπάν τα τελευταία 14 χρόνια, από τότε δηλαδή που πραγματοποιήθηκε η εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της Αλ Κάιντα στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Η κατάληψη αυτή ανέδειξε την αδυναμία των Αφγανικών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία μπόρεσαν να ανακαταλάβουν την Κουντούζ μόνο ύστερα από την συνδρομή της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ.  Πέρα από την κατάληψη της Κουντούζ από τους Ταλιμπάν και την ανακατάληψη της από τις κυβερνητικές δυνάμεις τους τελευταίους μήνες υπήρξαν και μία σειρά από άλλα σημαντικά γεγονότα.  Στις 29 Ιουλίου 2015 η Αφγανική κυβέρνηση ανακοίνωσε δημόσια ότι ο ηγέτης των Ταλιμπάν Μουλάς Ομάρ απεβίωσε τον Απρίλιο του 2013 στο Πακιστάν. Οι Ταλιμπάν επιβεβαίωσαν την πληροφορία αυτή και ανακοίνωσαν ότι την ηγεσία του κινήματος αναλαμβάνει ο Μουλάς Αχτάρ Μοχάμεντ Μανσούρ. Μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Μουλά Ομάρ όπως ήταν αναμενόμενο δημιουργήθηκαν ρήγματα στο εσωτερικό του κινήματος χωρίς αυτά ωστόσο να αποδυναμώσουν την θέση του νέου ηγέτη των Ταλιμπάν ο οποίος αναγνωρίστηκε επίσημα ως ηγέτης από την πλειοψηφία του κινήματος και από τον ηγέτη της Αλ Κάιντα Αιμάν αλ Ζαουάχρι. Ο θάνατος του ιστορικού ηγέτη των Ταλιμπάν Μουλά Ομάρ δεν επιβεβαίωσε τις προσδοκίες της κυβέρνησης της Καμπούλ ότι θα αποδυναμωθεί το κίνημα. Αντίθετα οι Ταλιμπάν υπό την ηγεσία του Μουλά Μανσούρ έδειξαν να έχουν μία νέα δυναμική. Η έστω και προσωρινή κατάληψη της Κουντούζ από τους Ταλιμπάν ίσως οδηγήσει σε έναν νέο γύρο πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης του Προέδρου Γκάνι και των Ταλιμπάν υπό την αιγίδα της κυβέρνησης του Πακιστάν. Δεδομένου ότι οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν σε έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ελέγχουν τον Μουλά Μανσούρ, λογικά η κυβέρνηση του Πακιστάν θα είναι σε θέση να φέρει τους Ταλιμπάν ή τουλάχιστον την φράξια εκείνη που επιθυμεί τις ειρηνευτικές συνομιλίες με την κυβέρνηση του Αφγανιστάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο ίδιος ο Μουλάς Μανσούρ εμφανίζεται θετικός στη διαπραγμάτευση και για αυτόν το λόγο και αντιμετώπισε έντονη αντίδραση από ορισμένους πολέμαρχους του κινήματος που δεν συμφωνούν με την πολιτική αυτή. Παράλληλα με τις προαναφερθείσες εξελίξεις αναφορικά με τους Ταλιμπάν σύμφωνα με μία νέα έκθεση του ΟΗΕ το ISIS επεκτείνει την παρουσία του στο Αφγανιστάν σε μία σειρά επαρχιών και στρατολογεί συνεχώς νέα στελέχη και μαχητές στις τάξεις του. Το μεγαλύτερο μέρος των «νεοσυλλέκτων» προέρχεται από τις τάξεις της Αλ Κάιντα και ένα μικρότερο μέρος προέρχεται απευθείας από τους Ταλιμπάν. Η άνοδος της παρουσίας του ISIS στο Αφγανιστάν συνιστά μία σοβαρή απειλή τόσο για την Αφγανική κυβέρνηση όσο και για το ΝΑΤΟ, τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν. Από το 2014 που πρωτοεμφανίστηκε το ISIS στο Αφγανιστάν μέχρι σήμερα οι μαχητές που έχουν δηλώσει υποταγή και αφοσίωση στο ISIS ανέρχονται στους 3.500 σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Οι Ταλιμπάν εξακολουθούν και παραμένουν η ισχυρότερη εξτρεμιστική ομάδα στο Αφγανιστάν με περίπου 40.000 μαχητές να πολεμούν στις τάξεις τους. Ωστόσο, οι Ταλιμπάν δείχνουν να αποδυναμώνονται προς όφελος του ISIS που προχωρεί σε δωροδοκίες και στρατολόγηση νέων στελεχών από τις τάξεις των Ταλιμπάν σύμφωνα με τον στρατηγό Ιγκόρ Σεργκούν Διοικητή της GRU, της Ρωσικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ο ίδιος εκτιμά ότι αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως η απειλή του ISIS στο Αφγανιστάν τότε υπάρχει ο κίνδυνος να μεταδοθεί η «ασθένεια» προς την κατεύθυνση της Ρωσίας και της Κίνας ( στην αυτόνομη επαρχία Ξινγιάνγκ που κατοικείται από Μουσουλμάνους Ουιγούρους). Το ISIS έχει καταφέρει να αυξήσει την επιρροή του στο Αφγανιστάν γιατί έχει κατορθώσει να πείσει πολλούς Ισλαμιστές εξτρεμιστές ότι οι ηγέτες των Ταλιμπάν έχουν εγκαταλείψει την Τζιχάντ κατά των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της κυβέρνησης της Καμπούλ. Κατά το τελευταίο έτος οι μάχες μεταξύ ISIS και Ταλιμπάν έχουν κοστίσει τη ζωή σε 900 μαχητές και από τις δύο πλευρές. Έχοντας λοιπόν όλες τις παραμέτρους που περιγράψαμε παραπάνω στη διάθεσή μας ερχόμαστε να αναλύσουμε το γεωστρατηγικό παίγνιο  που «παίζεται» στο Αφγανιστάν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γράφοντα. Είναι σαφές πλέον για οποιονδήποτε αντικειμενικό γεωστρατηγικό αναλυτή ότι το ISIS δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα γεωπολιτικό εργαλείο των Δυτικών μυστικών υπηρεσιών στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την ανάσχεση της ανόδου της επιρροής τόσο της Ρωσίας και της Κίνας όσο και του Ιράν στη Μέση Ανατολή και την Ευρασία. Οι τρεις προαναφερθείσες χώρες έχουν κάθε συμφέρον και προωθούν με όλα τα διαθέσιμα μέσα την ειρήνευση στο εσωτερικό του Αφγανιστάν επιδιώκοντας την επίτευξη μίας συμφωνίας μεταξύ της Αφγανικής κυβέρνησης και των Ταλιμπάν έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην πολύπαθη αυτή χώρα και στην Κεντρική Ασία γενικότερα. Η σταθεροποίηση της κατάστασης στο Αφγανιστάν θα έχει πολλαπλά οφέλη και για τις τρεις αυτές χώρες, όχι όμως και για τις ΗΠΑ που επιθυμούν την αποσταθεροποίηση στη χώρα με στρατηγικό στόχο την αποδυνάμωση των δύο μεγάλων γεωπολιτικών τους αντιπάλων ( Ρωσία, Κίνα) και του Ιράν. Και αυτό γιατί το Αφγανιστάν συνιστά μία σημαντική δίοδο για την έξοδο της Ρωσίας στον Ινδικό ωκεανό, ενώ αποτελεί και κομβική χώρα για την χερσαία διέλευση των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Ιράν προς την Κίνα, αλλά και του Κινεζικού νέου «δρόμου του μεταξιού» που θα συνδέει εμπορικά την Κίνα με την Μεσόγειο Θάλασσα. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ποιο είναι το διακύβευμα και γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία το Αφγανιστάν στο γεωστρατηγικό παίγνιο της παγκόσμιας κυριαρχίας. 


Επιπρόσθετα και αναφορικά με την ασφάλεια της ΕΕ δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι η σταθεροποίηση της κατάστασης ασφαλείας στο Αφγανιστάν θα συμβάλλει στη μείωση των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη καθώς επίσης και στον περιορισμό της παραγωγής και διακίνησης ηρωίνης από το Αφγανιστάν προς την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Συμπερασματικά λοιπόν η ΕΕ έχει κάθε συμφέρον να αυξήσει την υποστήριξη της στη νόμιμη κυβέρνηση του Αφγανιστάν και να επιδιώξει μαζί με άλλους διεθνείς παράγοντες (Ρωσία, Κίνα) την εξεύρεση πολιτικής λύσης στον εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν που μαίνεται για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Για τους λόγους αυτούς θα ήταν φρόνιμο η ΕΕ να μην ζητήσει την επίσπευση της απόσυρσης των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν (τα οποία στρατεύματα σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις εστάλησαν στην περιοχή με την απόφαση 1386/2001 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) μέχρι να επιτευχθεί η σταθεροποίηση της κατάστασης. Η παραμονή των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων στην περιοχή μπορεί να εγγυηθεί σε έναν βαθμό την ασφάλεια των Αφγανών πολιτών από τις επιθέσεις των Ταλιμπάν και του ISIS  και κατά αυτόν τον τρόπο να συμβάλλει και στην μείωση των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη.