Οι Δυτικοί ηγέτες θα έπρεπε να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους με τη Ρωσία για την Ουκρανία και να επικεντρωθούν στην αυξανόμενη απειλή του ισλαμικού εξτρεμισμού, ανέφερε χθες σε ομιλία του στο Λονδίνο ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ, τονίζοντας ότι η διάχυση της ακραίας ιδεολογίας στην περιοχή, όπως και στο Πακιστάν, το Αφγανιστάν και τη Βόρεια Αφρική, «εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια τον 21ο αιώνα».
«Σε αυτό το θέμα, όποιες κι αν είναι οι διαφορές μας, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με την Ανατολή, ειδικά τη Ρωσία και την Κίνα», ανέφερε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε ότι Ανατολή και Δύση έχουν κοινό συμφέρον να αντιμετωπίσουν από κοινού τον κίνδυνο του θρησκευτικού εξτρεμισμού, που θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας ατζέντας. Κατά τη γνώμη του, πολλοί άνθρωποι είναι «περιέργως απρόθυμοι» να αναγνωρίσουν τους κοινούς δεσμούς που συνδέουν τις ισλαμικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, αλλά ο ίδιος επέμεινε ότι πρέπει να «διαλέξουμε στρατόπεδο εναντίον μιας επικίνδυνης ιδεολογίας, που συνιστά διαστρέβλωση του Ισλάμ».
«Υπάρχει ένας τιτάνιος αγώνας σε εξέλιξη ανάμεσα σε εκείνους που επιθυμούν η περιοχή να ασπαστεί τον σύγχρονο κόσμο, σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο και όσους αντίθετα θέλουν να δημιουργήσουν μια πολιτική θρησκευτικών διαφορών και αποκλεισμού. Αυτή είναι η μάχη», επισήμανε.
Στο πλαίσιο του οράματός του για την περιοχή και τον ρόλο της Δύσης σε αυτήν, ο απεσταλμένος της διεθνούς κοινότητας στη Μέση Ανατολή δεν δίστασε να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο παραμονής, έστω προσωρινής, του Σύρου προέδρου, Μπασάρ αλ Ασαντ, στην εξουσία. Παράλληλα, χαρακτήρισε εξωφρενικό το γεγονός πως η Δύση δαπανά τόσα χρήματα εναντίον του ισλαμικού εξτρεμισμού, που διδάσκεται σε νέους ανθρώπους χωρών με τις οποίες «έχουμε στενές σχέσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας».
Στο μεταξύ, στη Γαλλία ο υπουργός Εσωτερικών παρουσίασε χθες μια σειρά πολιτικών που έχει στόχο να αποτρέψει τους πολίτες από την ένταξη στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, ειδικά τους νεαρούς μουσουλμάνους που ριζοσπαστικοποιούνται και εξελίσσονται σε απειλή για την ίδια τους την πατρίδα.
Η Γαλλία, σφοδρή αντίπαλος του καθεστώτος Ασαντ, εκτιμά ότι ο αριθμός των υπηκόων της που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη συριακή σύγκρουση ανέρχεται σε 700, εκ των οποίων το ένα τρίτο έχει στραφεί εναντίον της κυβέρνησης.
Ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει καταστήσει προτεραιότητα της εσωτερικής πολιτικής του την εξάρθρωση βίαιων θυλάκων μετά την επίθεση του Μοχάμεντ Μερά, τον Μάρτιο του 2012 στην Τουλούζη, που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο επτά ανθρώπων. Με τη συριακή σύγκρουση όμως να εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο της, η κυβέρνηση δέχεται κριτική ότι απέτυχε να σταματήσει τους Γάλλους, ακόμη και νέους 15 ετών, να κατευθυνθούν προς τη Συρία.
Ενισχύοντας τις ανησυχίες του Παρισιού, τέσσερις Γάλλοι δημοσιογράφοι, που είχαν απαχθεί στη Συρία από ομάδα με σχέσεις με την Αλ Κάιντα, ανέφεραν ότι ορισμένοι από τους απαγωγείς ήταν γαλλόφωνοι. Ο υπουργός Εσωτερικών Μπερνάρ Καζενέβ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να αφαιρείται η γαλλική ιθαγένεια από νέους που επιλέγουν τη ριζοσπαστικοποίηση. Επίσης, οι γονείς θα ενθαρρύνονται να καταγγέλλουν ύποπτες συμπεριφορές των παιδιών τους μέσω μιας ειδικής τηλεφωνικής γραμμής.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")