Friday, February 18, 2011

“Ανασκόπηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής”, του Ανδρέα Μπανούτσου

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 11( Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2008) του περιοδικού Presscode.

Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μια ανασκόπηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά την διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η Ελληνική διπλωματία πήρε μια σειρά από σημαντικές νέες πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι κατάφερε να απαλλαγεί πλήρως από τις αγκυλώσεις και αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος. Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις παραμέτρους της εξωτερικής μας πολιτικής σε σχέση με τα παραδοσιακά εθνικά μας θέματα, καθώς επίσης και σε σχέση με μία σειρά από νέες προκλήσεις και ασύμμετρες απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα μας στην αυγή του 21ου αιώνα.



Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με την Τουρκία τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να οριστεί ως ένα μείγμα πολιτικής κατευνασμού και αποτροπής. Πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολούθησαν μια πολιτική στήριξης και ενθάρρυνσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας με αποτέλεσμα την εκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Οκτώβριο του 2005. Το σκεπτικό πίσω από την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής ήταν απλό: Μια ευρωπαϊκή Τουρκία η οποία θα σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τους ευρωπαϊκούς κανόνες μακροπρόθεσμα θα πάψει να συνιστά απειλή για την εθνική μας ασφάλεια. Βέβαια ο αντίλογος σε αυτό το σκεπτικό είναι τι κάνουμε εμείς μέχρι να επιτευχθεί και αν φυσικά επιτευχθεί αυτός ο μακροπρόθεσμος στόχος, ο οποίος συν τοις άλλοις δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς, αλλά πολύ περισσότερο από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, καθώς επίσης και από τις πραγματικές προθέσεις των ισχυρών της Ευρώπης(π.χ Γαλλία) .Η εντεινόμενη σύγκρουση Κεμαλιστών και Ισλαμιστών στην Τουρκική πολιτική σκηνή αποτυπώνει ανάγλυφα αυτόν τον προβληματισμό. Μια σύγκρουση η οποία είναι αρκετά πιθανό να δρομολογήσει απρόβλεπτες εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας με τα γειτονικά της κράτη. Μία άλλη παράμετρος η οποία ενισχύει το επιχείρημά μου ότι ακολουθούμε κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας είναι το γεγονός ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα να επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, όπως ρητά προβλέπει η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας(1982), την οποία έχει υπογράψει η ίδια η Τουρκία και την έχει εφαρμόσει στην Μαύρη Θάλασσα ήδη από το 1994.Η Τουρκία με απόφαση της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης θεωρεί casus belli την επέκταση των χωρικών μας υδάτων και οι ελληνικές κυβερνήσεις υπό τον φόβο μιας πιθανής σύρραξης με την γειτονική χώρα δεν τολμούν να προχωρήσουν στην άσκηση αυτού μας του δικαιώματος. Ωστόσο η στρατηγική προσέγγιση τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή με την Ρωσία του Πούτιν και η δρομολόγηση της κατασκευής του πετρελαϊκού αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης καθώς επίσης και του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου South-Stream καταγράφεται ως έμπρακτη προσπάθεια άσκησης πολιτικής αποτροπής στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης με ταυτόχρονη υποβάθμιση της στρατηγικής σημασίας των στενών του Βοσπόρου ως διόδου διέλευσης των ενεργειακών πόρων της Ρωσίας, των χωρών του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας στις διεθνείς αγορές.

Αναφορικά τώρα με το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία και των προσπαθειών για την επίλυση του Κυπριακού η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει σημειώσει καμία ουσιαστική πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση. Στο μεν πρώτο ζήτημα δεν έχει υπογραφεί ακόμη συνυποσχετικό για παραπομπή της μοναδικής διμερούς διαφοράς που αναγνωρίζει η Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και στο δεύτερο, δηλαδή στο Κυπριακό, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν τον Απρίλιο του 2004 από τους Ελληνο-Κυπρίους δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας Διζωνικής-Δικοινοτικής Κυπριακής Ομοσπονδίας. Θετική εξέλιξη αποτελεί βέβαια δίχως αμφιβολία η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Μάιο του 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια εξέλιξη που ενισχύει την διεθνή και ευρωπαϊκή θέση του Κυπριακού Ελληνισμού και ενισχύει την αποτρεπτική ικανότητα της Κύπρου έναντι της οποιασδήποτε μελλοντικής Τουρκικής απειλής και επιθετικότητας.

Ένα άλλο μέτωπο της εξωτερικής μας πολιτικής το οποίο είχε “ξεχαστεί” από την ελληνική πολιτική επικαιρότητα από την εποχή της υπογραφής της ενδιάμεσης συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων (FYROM) το 1995 είναι το περίφημο ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων. Το τελευταίο έτος και εν όψει της δεδηλωμένης βούλησης των Η.Π.Α για ένταξη στο ΝΑΤΟ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων επανεμφανίστηκε στην πολιτική επικαιρότητα το ζήτημα της αναγνώρισης του κράτους των Σκοπίων με την συνταγματική του ονομασία, δηλαδή με την επωνυμία “ Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Η Ελλάδα μέσα στα πλαίσια του Ο.Η.Ε επιδιώκει την εξεύρεση ενός έντιμου συμβιβασμού με τα Σκόπια και την από κοινού χρήση μιας σύνθετη επωνυμίας με γεωγραφικό προσδιορισμό.(π.χ Άνω Μακεδονία).Η Ελλάδα εκτιμά ότι η υιοθέτηση του ονόματος Μακεδονία από το κράτος των Σκοπίων πέρα από τον σφετερισμό της ιστορικής μας κληρονομιάς υποκρύπτει αλυτρωτικές βλέψεις εις βάρος της Ελληνικής Μακεδονίας και για αυτούς τους λόγους δεν έχει αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων με την συνταγματική του ονομασία. Δυστυχώς η διεθνής πραγματικότητα κατέγραφε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007 118 κράτη μέλη του Ο.Η.Ε είχαν αναγνωρίσει τα Σκόπια με την συνταγματική τους επωνυμία. Ωστόσο παρά τον διεθνή αρνητικό συσχετισμό η ελληνική εξωτερική πολιτική ύστερα από χρόνια αν όχι δεκαετίες αδράνειας επί του συγκεκριμένου ζητήματος έδρασε αποτελεσματικά και προέβαλλε βέτο στην ένταξη των Σκοπίων κατά τη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008, με το αιτιολογικό ότι δεν μπορεί να ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία μία χώρα που υπονομεύει τις σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα, η οποία είναι μέλος αυτής της Συμμαχίας ήδη από το 1952. Η κυβέρνηση των Σκοπίων όχι μόνο δεν έχει κάνει καμία απολύτως προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί μια έντιμη και αμοιβαία αποδεκτή συμβιβαστική λύση στο ζήτημα της ονομασίας, αλλά επιπρόσθετα εγείρει και θέμα ύπαρξης “Μακεδονικής μειονότητας” και “Μακεδονικών περιουσιών” στην περιοχή της Βορείου Ελλάδος. Η Ελλάδα μακροπρόθεσμα υποστηρίζει την ένταξη των Σκοπίων στις Εύρω-Ατλαντικές δομές, αλλά δεν μπορεί να συναινέσει σε αυτήν την προοπτική όσο δεν επιτυγχάνεται μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις εθνικές μας ευαισθησίες, στο ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους.

Οι ελλήνο-αμερικανικές σχέσεις ενισχύθηκαν περαιτέρω την τελευταία πενταετία, καθώς η Ελλάδα αποτέλεσε έναν αξιόπιστο εταίρο στον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας με την σημαντική συμμετοχή της στη δύναμη του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν καθώς επίσης και με την αποτελεσματική καταπολέμηση της εγχώριας τρομοκρατίας. Βέβαια δεν έλειψαν και σημεία τριβών μεταξύ των δύο συμμάχων χωρών με πιο χαρακτηριστικό ίσως την στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεων Ελλάδος-Ρωσίας και την συνεργασία τους σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας. Η Ουάσινγκτον στηρίζει επισήμως τις συμφωνίες μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας, χωρίς να παραλείψει όμως να επισημάνει ότι η μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση που θα έχει η Ελλάδα από την Ρωσία τα προσεχή χρόνια ενδέχεται να αποβεί εις βάρος των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδος. Για αυτό τον λόγο τάσσεται υπέρ μιας στρατηγικής διαφοροποίησης των ενεργειακών προμηθειών της χώρας μας (προμήθεια φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν) προκειμένου να μην ενισχυθεί ακόμα περισσότερο το μονοπώλιο της Ρωσικής Gazprom.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική τώρα σε σχέση με το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου ακολούθησε μια επαμφοτερίζουσα τακτική μην αναγνωρίζοντας από την μια πλευρά την ανεξαρτησία του Κοσσόβου, μη αποκλείοντας όμως από την άλλη να το αναγνωρίσει στο προσεχές μέλλον. Η πολιτική μας αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη του να μην δυσαρεστήσουμε ούτε την Σερβία ούτε και τις Η.Π.Α. Βέβαια η ελληνική διπλωματία μέχρι σήμερα έχω την αίσθηση ότι αγνοεί την ολοένα και αυξανόμενη επιρροή του σερβικού λόμπι στην Ουάσινγκτον και την στενή του συνεργασία με το Ισραηλινό λόμπι, πράγμα το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να γίνουμε μάρτυρες μιας αλλαγής πλεύσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο ζήτημα του Κοσσόβου στο προσεχές μέλλον. Για αυτό τον λόγο εκτιμώ ότι η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να ταχθεί ξεκάθαρα κατά της αναγνώρισης του Κοσσόβου ενισχύοντας τις παραδοσιακά πολύ καλές σχέσεις που έχει με την Σερβία.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στο σοβαρό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική αναφορικά με την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κινδύνου που συνιστά η δραστηριοποίηση τρομοκρατικών ομάδων του ριζοσπαστικού Ισλάμ στα Βαλκάνια και πιο συγκεκριμένα στις γειτονικές Αλβανία και FYROM καθώς επίσης στη Βοσνία και στο νεότευκτο κράτος του Κοσσόβου. Πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ελλείμματος είναι η υποτίμηση του κινδύνου που συνιστά το ριζοσπαστικό Ισλάμ για την μέσο-μακροπρόθεσμη εθνική μας ασφάλεια. Δυστυχώς η κυρίαρχη άποψη που επικρατεί τόσο σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής πολιτικής τάξης όσο και στην ελληνική κοινή γνώμη είναι ότι η Ελλάδα επειδή έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο δεν πρόκειται να γίνει ποτέ στόχος του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του “The Coming Balkan Caliphate” ο Christopher Deliso Αμερικανός ερευνητής-δημοσιογράφος αναφέρεται διεξοδικά στο πως το ριζοσπαστικό Ισλάμ επωφελήθηκε τα μέγιστα από την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και δραστηριοποιήθηκε στους πολέμους που ακολούθησαν στα Βαλκάνια με απώτερο στόχο να ριζοσπαστικοποιήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής Χερσονήσου. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα κατοικούν ήδη πολλοί μουσουλμάνοι, τόσο στη Δυτική Θράκη όσο και αστικά κέντρα και την υπόλοιπη ύπαιθρο ως αποτέλεσμα της λαθρομετανάστευσης, αντιλαμβάνεται κανείς το τι μπορεί να σημάνει αυτό για την εθνική μας ασφάλεια. Οι μεγάλες φωτιές του περσινού καλοκαιριού στην Ελλάδα πρέπει μας προβληματίσουν. Η λεγόμενη πυροτρομοκρατία αποτελεί ίσως το νέο όπλο στην φαρέτρα της Τζιχάντ (Ιερού Πολέμου) πού έχει κηρύξει το Ριζοσπαστικού Ισλάμ κατά της Δύσης.

Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε μία σημαντική κατά τη γνώμη μου εξέλιξη και μάλιστα πολύ πρόσφατη στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Την ενεργοποίηση ύστερα από 14 χρόνια περίπου της αμυντικής συμφωνίας που είχε υπογράψει η κυβέρνηση του Ανδρέα Γ.Παπανδρέου με το Ισραήλ το Δεκέμβριο του 1994. Η στρατιωτική επιχείρηση “Ένδοξος Σπαρτιάτης” που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο –Ιούνιο του 2008 μεταξύ της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και της Πολεμικής Αεροπορίας του Ισραήλ σηματοδοτεί μία νέα περίοδο στις σχέσεις της Ελλάδος με το ισχυρότερο κράτος της Μέσης Ανατολής, εξέλιξη που θα ενισχύσει κατά τη γνώμη μου την εθνική μας ασφάλεια.